- ἀπελπισμένοι
- ἀ̱πελπισμένοι , ἀπελπίζωdespair ofperf part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
κατατολμώ — κατατολμῶ, άω (AM) (επιτ. τ. τού τολμώ) τολμώ πολύ, είμαι υπερβολικά τολμηρός, φέρομαι παράτολμα, ριψοκίνδυνα («πρὸς τὸ παραβάλλεσθαι καὶ κατατολμᾱν τῶν πολεμίων», Πολ.) μσν. μέσ. κατατολμῶμαι, άομαι επιχειρώ κάτι παράτολμα και απελπισμένα αρχ. 1 … Dictionary of Greek
χαρακίρι — Αυτοκτονία με οριζόντια τομή στην κοιλιά. Η μέθοδος αυτή της αυτοκτονίας είναι ιαπωνικής επινόησης. Την υιοθέτησαν τον Μεσαίωνα οι ευγενείς, που προτιμούσαν τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Το χ. γενικεύτηκε στα χρόνια της δυναστείας των Άσι Κάγκα… … Dictionary of Greek